τετραετηρικός

τετραετηρικός
-ή, -ό / τετραετηρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τετραετηρίς]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τετραετηρίδα ή αυτός που συμβαίνει κάθε τέταρτο έτος
μσν.
αυτός που διαρκεί μια τετραετία («τετραετηρικὸς χρόνος» — η τετραετία, Γεώργ. Σύγκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετραετηρικός — of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραετηρικῶν — τετραετηρικός of a fem gen pl τετραετηρικός of a masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραετηρικαῖς — τετραετηρικός of a fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραετηρικοῖς — τετραετηρικός of a masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραετηρικοῦ — τετραετηρικός of a masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραετηρικούς — τετραετηρικός of a masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραετηρικῇ — τετραετηρικός of a fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραετηρικήν — τετραετηρικός of a fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”